καθρεπτίζω

καθρεπτίζω
βλ. καθρεφτίζω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καθρεφτίζω — και καθρεπτίζω [καθρέφτης] 1. (για λείες επιφάνειες) ανακλώ εικόνα, κατοπτρίζω 2. παριστάνω κάτι τόσο πιστά, ώστε κατά κάποιο τρόπο να τό απεικονίζω σαν σε καθρέφτη, περιγράφω παραστατικά 3. απεικονίζω κατάσταση ή ενέργεια («η μορφή καθρεφτίζει… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”